ὁπλισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλισμός — ο (ΑΜ ὁπλισμός) [οπλίζω] νεοελλ. 1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός 2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών όπλων και τών πολεμοφοδίων, τα όπλα 3. (μηχανολ.) το σύνολο τών μεταλλικών εξαρτημάτων και συνδέσμων τής μηχανής 4. μουσ. όλα τα… … Dictionary of Greek
ὁπλισμοῖς — ὁπλισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλισμοῦ — ὁπλισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλισμούς — ὁπλισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλισμῶν — ὁπλισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλισμῷ — ὁπλισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλισμόν — ὁπλισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek